διθάλαμος

διθάλαμος
-ο
1. (για σπίτια) αυτό που έχει δύο θαλάμους
2. ιατρ. «διθάλαμος ή δίαυλος μήτρα» — μήτρα με ανώμαλη διάπλαση που παρουσιάζεται εξωτερικά σαν φυσιολογική ενώ εσωτερικά χωρίζεται με διάφραγμα σε δύο τμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + θάλαμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Σ. Ι. Κασιμάτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δερβένι — I Αρχαιολογικός χώρος κοντά στη Θεσσαλονίκη, στη συμβολή των οδών Καβάλας Θεσσαλονίκης και Σερρών Θεσσαλονίκης. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας είχε ανακαλυφθεί εκεί ένας διθάλαμος μακεδονικός τάφος. Κοντά σε αυτόν βρέθηκε και ένας μικρότερος, το… …   Dictionary of Greek

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”