- διθάλαμος
- -ο1. (για σπίτια) αυτό που έχει δύο θαλάμους2. ιατρ. «διθάλαμος ή δίαυλος μήτρα» — μήτρα με ανώμαλη διάπλαση που παρουσιάζεται εξωτερικά σαν φυσιολογική ενώ εσωτερικά χωρίζεται με διάφραγμα σε δύο τμήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + θάλαμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Σ. Ι. Κασιμάτη].
Dictionary of Greek. 2013.